πραιτώριο

πραιτώριο
Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά μήκος της κύριας οδού (cardo), μπροστά από τον θυσιαστήριο βωμό, που έβλεπε προς την πραιτωρία πύλη. Στα προσωρινά στρατόπεδα, που οργανώνονταν όταν ο στρατός βρισκόταν σε πορεία, το π. ήταν μια σκηνή· στα μόνιμα στρατόπεδα, που οργανώνονταν για την άμυνα των συνόρων, ήταν μια ισχυρή περιτειχισμένη κατασκευή. Π. ονομαζόταν επίσης το στρατόπεδο των πραιτωριανών καθώς και η διαμονή των επάρχων και των ανθυπάτων στις επαρχίες.
* * *
το / πραιτώριον, ΝΜΑ, και πραιτόριο Ν, και πρετώριον, ΜΑ
1. η σκηνή τού πραίτωρα σε εκστρατεία
2. επίσημη κατοικία διοικητή, διοικητήριο
3. δικαστήριο στο οποίο προέδρευε ο πραίτωρας («ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῡν ἀπὸ τοῡ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον», ΚΔ)
4. αυτοκρατορικός οίκος
5. η στρατιωτική διοίκηση τού πραίτωρα
6. η προσωπική φρουρά τού πραίτωρα, η σωματοφυλακή του
7. φρ. «ἔπαρχος πραιτωρίου [ή πραιτωρίων]» — φρουρός, φύλακας
8. (στο Βυζ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες στρατιωτικές διοικήσεις Ανατολής και Δύσης, αλλ. σχολή
αρχ.
ιδιωτικό σπίτι, κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorium «στρατηγείο», ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. praetorius < praetōr (βλ. λ. πραίτωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • πραιτώριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει στο πραιτώριο 2. αυτός που ανήκει στη φρουρά τού πραιτωρίου, πραιτωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorius < praetor, ōris (βλ. λ. πραίτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • πρετώριον — τὸ, ΜΑ βλ. πραιτώριο …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα — Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια… …   Dictionary of Greek

  • Ταραγκόνα — (Tarragona). Πόλη (110.947 κάτ.) της βορειοανατολικής Ισπανίας, στη Καταλονία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.303 τ. χλμ.). Έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της στη ρωμαϊκή εποχή. Ήταν για πολύ καιρό, με την ονομασία Tarraco, πρωτεύουσα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”